διατρέχοντας

διατρέχοντας
διατρέχω
run across
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκ, Φράνσις Μπρετ — (Francis Brett Young, 1884 – 1954). Άγγλος μυθιστοριογράφος. Γιατρός στο επάγγελμα, έζησε για μεγάλο διάστημα στην Ιταλία και έγραψε πολυάριθμα μυθιστορήματα διατρέχοντας διαδοχικά τις φάσεις της δραματικής περιπέτειας, της ψυχολογίας και του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ιουδίθ ή Ιουδείθ — Βιβλικό πρόσωπο. Εβραία ηρωίδα που απελευθέρωσε την πόλη της Βετελούας από την πολιορκία των Ασσυρίων. Όταν στα χρόνια των Κριτών o Ολοφέρνης, βασιλιάς των Ασσυρίων, έφτασε επικεφαλής ισχυρότατου στρατού στην πεδιάδα Εσδρελών και πολιόρκησε την… …   Dictionary of Greek

  • Μάριος, Γάιος — (Gaius Marius, Άρπινο 158 π.Χ. – Ρώμη 86 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός. Μολονότι υπήρξε homo novus (άνδρας χωρίς ευγενική καταγωγή), κατάφερε με την υποστήριξη των Μετέλλων να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή διατρέχοντας ολόκληρο το cursus …   Dictionary of Greek

  • Μέμπιους, Άουγκουστ Φέρντιναντ — (August Ferdinand Mοbius, Σούλπφορντ, Σαξονία 1790 – Λιψία 1868). Γερμανός μαθηματικός και αστρονόμος. Το 1815 ξεκίνησε να διδάσκει αστρονομία στη Λιψία και από το 1844 υπήρξε διευθυντής του αστεροσκοπείου της ίδιας πόλης. Στο έργο Βαρυκεντρικός… …   Dictionary of Greek

  • Πάμισος — Όνομα ποταμών της Ελλάδας, κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: 1. Ποταμός του νομού Καρδίτσας, παραπόταμος του Πηνειού. Πηγάζει από την Πίνδο, κοντά στους πρόποδες της κορυφής Καράβα, κυλάει παράλληλα με τον Πηνειό διατρέχοντας την πεδιάδα …   Dictionary of Greek

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”